- στατέρα
- η , στατέρι τό , στατήρ (-ηρος) ο1) безмен; 2) статер (мера веса — 44 οκά, т.е 54 кг);
μετρικός στατήρ ( — метрический) центнер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετρικός στατήρ ( — метрический) центнер
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στατέρα — η, Ν βλ. στατήρας … Dictionary of Greek
στατήρας — ο / στατήρ, ῆρος, ΝΜΑ, και στατέρα, η, και στατέρι, το, Ν νεοελλ. 1. παλαιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες 2. (το ουδ.) όργανο ζύγισης, ζυγαριά, καντάρι 3. φρ. α) «μετρικός στατήρας» μονάδα βάρους ίση με 100 χιλιόγραμμα β) «αγγλικός στατήρας» … Dictionary of Greek